Ανιχνεύοντας την ποιητική της εστιάζουμε σε τρία κομβικά σημεία, στον θάνατο του παιδιού ως προϋπόθεση της ποίησης, στα σώματα ως σπίτια και στη βαριά κληρονομιά της ποίησης της ήττας.
Ο θάνατος του παιδιού ως προϋπόθεση της ποίησης. Υπήρχε στο καφενείο των φουτουριστών, στην Μόσχα των πρώτων επαναστατικών ετών, μαζί με άλλους αναρτημένους στίχους, «ραπίσματα στο κοινό γούστο», κι ένας στίχος του Μαγιακόφσκι: «Μ' αρέσει να βλέπω πώς πεθαίνουν τα παιδιά». Πέρα από την γελοιοποίηση μιας ποίησης που αυτοδιαφημίζει την ντελικάτη φύση του ποιητή, ο στίχος δηλώνει το γεγονός ότι η νεωτερική ποίηση έχει θέσει ως μια από τις λειτουργίες της τη θέαση του θανάτου του παιδιού που ήταν κάποτε ο ποιητής.
Ακριβώς επειδή είναι από πολλές απόψεις ορθή η φροϋδική προσέγγιση του ποιητή ως νευρωσικού που δεν διαφεύγει προς τη φαντασίωση, αλλά μέσω της φαντασίας κατορθώνει να επιστρέψει στην αρχή της πραγματικότητας, γι' αυτό η νεωτερική ποίηση είναι, μεταξύ άλλων, ένας τρόπος θέασης του θανάτου του παιδιού που ήταν κάποτε ο ποιητής.
Η θέαση του παιδιού που πέθανε ακριβώς επειδή ολοκληρώθηκε είναι μια σταθερά στα ποιήματα της Ελένης Πορτάλιου. Η μνήμη εκείνου του παιδιού είναι αυτό που καθορίζει, όχι μόνο μέσω του τραύματος, αλλά και χάριν των παραμέτρων που τέθηκαν τότε οριστικά, το πριν και το μετά. Είναι αυτό που ορίζει τον ενεστώτα και τον αόριστο κάθε καινούργιας εμπειρίας, κάθε καινούργιου τραύματος και αισθήματος. Η φαντασία που κινητοποίησε εκείνο το παιδί ώστε να μετουσιώσει το τραύμα όχι σε απώθηση, αλλά σε μια απελευθερωτική αποπνευματοποίηση που επιτρέπει τη σύνδεση με την αρχή της πραγματικότητας και, ταυτοχρόνως, την επιθυμία της αλλαγής της, είναι οι οδοδείχτες που ορίζουν αισθητικά και συναισθηματικά, ηθικά και πολιτικά, συμβολικά και ειρωνικά, ποιητικά και πραγματικά, το σύμπαν μέσα στο οποίο κινείται η ποίηση της Πορτάλιου.
Τα σώματα ως σπίτια. Τα σπίτια, τόσο ως εσωτερικοί όσο και ως εξωτερικοί χώροι, στοιχειώνουν την ποίηση της Πορτάλιου. Ο λόγος δεν είναι ο προφανής. Η ποίησή της μας δείχνει ότι το γεγονός πως τα σπίτια αποτελούν την κυριαρχική εικόνα, την κυριαρχική μεταφορά, δεν αποτελεί συνέπεια της επαγγελματικής της ιδιότητας. Αντίθετα, επειδή τα σπίτια, τόσο ο εσωτερικός, κατοικημένος και οικείος χώρος τους, όσο και ο εξωτερικός, ο πολεοδομημένος χώρος τους, είναι γι' αυτήν οι απόλυτες μεταφορές των ανθρώπινων εμπειριών, των τραυμάτων και αναμνήσεων, γι' αυτό και οδηγήθηκε στο είδος της αρχιτεκτονικής ενασχόλησης μέσα στην οποία μπορούμε να εντάξουμε και την πολιτική.
Πολύ περισσότερο από τις μεταφυσικές πόλεις του Ντε Κίρικο ή του Εγγονόπουλου, τα σπίτια της Πορτάλιου είναι οι απόλυτες μεταφορές του σώματος. Όπως στα όνειρα. Μεταφορές του σώματος στην ολότητά του, δηλαδή μεταφορές του σώματος μαζί με την ψυχή του. Γι' αυτό ακόμα κι όταν η κυρίαρχη μεταφορά ενός ποιήματος είναι ένα εξωτερικό τοπίο, είναι πάντα αρχιτεκτονημένο. Ακόμα και η θάλασσα είναι λιμάνι.
Αλλά τότε, ο έρωτας και, κυρίως, η ματαίωσή του δεν μπορεί παρά να έχει ως αναγκαίο περιβάλλοντα χώρο τον δρόμο. Τον ακατοίκητο δρόμο, τις εθνικές οδούς, τις εσχατιές πάνω στις οποίες καρφώνονται οι ράγες των τρένων. Αν ο έρωτας είναι εμπειρία μέσα στην οποία διακινδυνεύει η ακεραιότητα, η αυτάρκεια και το ίδιο το σχήμα του σώματος (άρα και της ψυχής), τότε η μεταφορά του σπιτιού και, συνακόλουθα, της ρυμοτομημένης πόλης, δεν είναι δυνατόν ούτε να χωρέσουν ούτε να αντέξουν την ποιητική του έρωτα.
Η βαριά κληρονομιά της ποίησης της ήττας. Έχει κάνεις συχνά την αίσθηση (που αγγίζει την βεβαιότητα) πως η γενιά της Αντίστασης και η ποίησή της έχουν θέσει έναν τρόπο μέτρησης και συνειδητοποίησης της ατομικής και συλλογικής πολιτικής πράξης που είναι αδύνατον να παρακαμφθεί και να αγνοηθεί. Λες και η «ποίηση της ήττας» να έθεσε ταυτοχρόνως δύο μέτρα αναπόδραστα: ένα μέτρο ηρωισμού και προσωπικών αντοχών με το οποίο κανείς πλέον δεν μπορεί να αναμετρηθεί κι έναν τρόπο οδυνηρής συνειδητοποίησης του γεγονότος της ήττας. Η μεταδικτατορική λογοτεχνία των «πολιτικοποιημένων» λογοτεχνών βρίσκεται υπό το απόλυτο κράτος αυτής της αισθητικής και πολιτικής αντίληψης. Η ποίηση της Ελένης Πορτάλιου αποτελεί εξαίρεση σ' αυτόν τον κανόνα, κυρίως στον βαθμό που δεν ακολουθεί την συνήθη στενή ανάπλαση των ποιητικών τρόπων αυτής της ποίησης και την τυφλή αναπαραγωγή και των ρυθμολογικών της ιδιοτροπιών.
Κι ίσως εδώ η αρχή της πραγματικότητας να προσέφερε μεγάλη απογοήτευση, αλλά και μεγάλη χάρη: γιατί αν οι προηγούμενες γενιές έζησαν την σύγκρουση με τις κομματικές ηγεσίες σε μια εποχή σταλινικής «εποποιίας», σταλινικής νευρωσικής φαντασίωσης και σταλινικής καταστολής, οι ακόλουθες γενιές την έζησαν και την ζουν μέσα στην ανυπόφορη γκριζάδα της μπρεζνιεφικής κοινοτοπίας του κακού. Αλλά έστω κι έτσι, η απόλυτη έκπτωση του κύρους της (πολιτικής) φαντασίωσης μας επιτρέπει να επιλέγουμε, μοιάζει να λέει η Πορτάλιου, με περισσότερη ασφάλεια ως αρχή της πραγματικότητας το «ακριβό μέταλλο της συνείδησης».


____________
* Η Έλενα Πατρικίου είναι ιστορικός-σκηνοθέτης
**Το κείμενο διαβάστηκε στην παρουσίαση της περασμένης Δευτέρας
http://www.avgi.gr/article/3152400/simeia-proseggisis-gia-tin-poiisi-tis-elenis-portaliou